διοικητικός έλεγχος

διοικητικός έλεγχος
Οι πράξεις της διοικητικής εξουσίας, εκτός από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, υπόκεινται και σε ένδικο έλεγχο, που ασκείται από τα δικαστήρια και αφορά τη νομιμότητά τους και την τήρηση των προϋποθέσεων που τις διέπουν. Ο έλεγχος αυτός είναι το σπουδαιότερο μέσο προστασίας των δικαιωμάτων και των συμφερόντων που αναγνωρίζουν οι νόμοι στα άτομα και γενικά στα πρόσωπα (φυσικά και νομικά) απέναντι στις υπερβάσεις της διοίκησης, οι οποίες είναι δυνατές εξαιτίας της προνομιακής θέσης και της εξουσίας που αυτή διαθέτει. Δ.έ. έχει επικρατήσει να ονομάζεται και κάθε εξέταση μιας υπόθεσης ή η έρευνα μιας καταγγελίας σε σχέση με διαχειριστικές ατασθαλίες ή πειθαρχικά παραπτώματα των οργάνων του κράτους γενικότερα καθώς και των οργάνων κάθε υπηρεσίας, ιδρύματος ή επιχείρησης, μελών διοικητικών συμβουλίων, υπαλλήλων κλπ. Σκοπός του διοικητικού ελέγχου είναι η προστασία των φυσικών και νομικών προσώπων έναντι τυχόν υπερβάσεων της διοίκησης, όπως των δημοσίων επιχειρήσεων (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • δημολογιστής — ο διοικητικός υπάλληλος στον οποίο έχει ανατεθεί ο έλεγχος τών προϋπολογισμών δήμων και κοινοτήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”